παζαρεύτρα


παζαρεύτρα
Προφορά

Ετυμολογία
παζαρεύτρα παζαρεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παζαρεύτρα

✦ θηλ. παζαρεύτρα που του αρέσει να παζαρεύει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.