παζάρεμα
Προφορά
Ετυμολογία
παζάρεμα παζαρεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παζάρεμα
✦ διαπραγμάτευση, συζήτηση για την επίτευξη καλύτερων όρων σε αγοραπωλησίες κτλ.: μες στο αστείρευτο κουβεντολόι και τις μεγάλες χειρονομίες του ανατολίτικου παζαρέματος (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–