παγώνω
Προφορά
Ετυμολογία
παγώνω μεσαιωνική ελληνική παγώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παγώνω
✦ μετατρέπω υγρό σε στερεό με ψύξη
✦ καταψύχω
✦ (μτφ. ) προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία: μονάχα μία πένθιμη ερημία που με παγώνει (Κ. Ουράνης)
✦ (αμτβ. για υγρά) μεταβάλλομαι σε πάγο
✦ καταψύχομαι
✦ (μτφ. ) μένω κατάπληκτος, τρομάζω: πάγωσα, ακούγοντας τέτοια λόγια
✦ (μτφ. από το αγγλικά freeze) καθηλώνω τιμές, αμοιβές κτλ. σε ορισμένα επίπεδα
✦ (εμπορ.) δεσμεύω καταθέσεις σε τράπεζα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–