πίπα
Προφορά
Ετυμολογία
πίπα └ιταλ┘pipa
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πίπα
✦ μικρός σωλήνας ο οποίος στο ένα άκρο απολήγει σε μικρή κοιλότητα, όπου τοποθετείται και ανάβεται ο καπνός, ενώ από το άλλο άκρο, που φέρει επιστόμιο, εισπνέεται ο καπνός, καπνοσύριγγα, τσιμπούκι
✦ μικρός σωλήνας στη μια άκρη του οποίου τοποθετείται το τσιγάρο, ενώ από την άλλη ο καπνιστής εισπνέει τον καπνό
✦ (μτφ. ) πεολειξία, τσιμπούκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–