πέπρωται


πέπρωται
Προφορά

Ετυμολογία
πέπρωται παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ρ. πόρω

Ερμηνεία
πέπρωται

✦ ρ. απρόσ. είναι αποφασισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό: επέπρωτο να συμβεί και αυτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.