πέπλο


πέπλο
Προφορά

Ετυμολογία
πέπλο αρχαία ελληνική πέπλος

Ερμηνεία
πέπλο

✦ λεπτό, αραιό ύφασμα που σκεπάζει την κεφαλή και το πρόσωπο των γυναικών: νυφικό πέπλο
✦ (αρχαιολ.) γυναικείο πολύπτυχο φόρεμα χωρίς μανίκια, συγκρατούμενο από τους ώμους
(μτφ. ) καθετί που εμποδίζει τη θέα, τη σαφή αντίληψη ή προκάλυμμα που αποκρύβει την πραγματικότητα: πέπλος μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.