πέλος


πέλος
Προφορά

Ετυμολογία
πέλος └ιταλ┘pelo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πέλος

✦ το χνούδι, το τρίχωμα υφάσματος, χαλιού, μοκέτας κτλ.: χαλί με παχύ πέλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.