πάταγος
Προφορά
Ετυμολογία
πάταγος αρχαία ελληνική πάταγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πάταγος
✦ δυνατός κρότος από σύγκρουση ή σπάσιμο στερεών σωμάτων: τον έτερπε κιόλας ο πάταγος των χειροκροτημάτων (Γ. Θεοτοκάς) – με τρομερό πάταγο από σίδερα που πέφταν (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) θόρυβος, ζωηρή εντύπωση: είχε πολλές επιτυχίες, που έκαναν πάταγο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–