πάστα
Προφορά
Ετυμολογία
πάστα └ιταλ┘pasta
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πάστα
✦ ζυμαρικό
✦ είδος γλυκίσματος των ζαχαροπλαστείων
✦ πολτός από μείξη διαφόρων υλικών
✦ (μτφ. ) η φύση, το ποιόν ατόμου: είναι καλή πάστα ο μικρός, θα προκόψει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–