πάσα


πάσα
Προφορά

Ετυμολογία
πάσα πασάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πάσα

✦ μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι
✦ (αθλητ.) μεταβίβαση της μπάλας από παίκτη σε παίκτη
✦ φρ. κάνω πάσα, μεταβιβάζω επιτηδείως την ευθύνη ή τη διεκπεραίωση εργασίας σε άλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.