πάρτη
Προφορά
Ετυμολογία
πάρτη πιθ. από το └ιταλ┘parte (= μέρος, μερίδιο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πάρτη
✦ εύχρ. μόνο στη φρ. για πάρτη μου (σου, του, μας, σας, τους), για τον εαυτό μου (σου κτλ.), για το δικό μου συμφέρον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–