πάρλα


πάρλα
Προφορά

Ετυμολογία
πάρλα └ιταλ┘parla

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πάρλα

✦ φλυαρία, πολυλογία: να ηρεμήσει με την ασταμάτητη πάρλα του (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.