πάπυρος


πάπυρος
Προφορά

Ετυμολογία
πάπυρος μεταγενέστερη ελληνική πάπυρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πάπυρος

✦ είδος φυτού (κύπερος ο πάπυρος) που η κατεργασμένη φλούδα του χρησίμευε, ιδ. στην αρχαία Αίγυπτο, ως υλικό γραφής
✦ κείμενο γραμμένο σ’ αυτή την ύλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.