πάγωμα


πάγωμα
Προφορά

Ετυμολογία
πάγωμα παγώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πάγωμα

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγώνω, στερεοποίηση υγρού από ψύξη
✦ ισχυρή ψύξη
(μτφ. ) αναστολή ενεργειών
✦ (μτφ. για τιμές εμπορευμάτων και αποδοχές) μη αύξηση, καθήλωση: πάγωμα μισθών
✦ (εμπορ.) δέσμευση καταθέσεων σε τράπεζα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.