ούφο


ούφο
Προφορά

Ετυμολογία
ούφο └διεθν┘U.F.O., αρχικά των └αγγλ┘λ. Unidentified Flying Object (= άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ούφο

✦ ον. διαφόρων ιπτάμενων αντικειμένων άγνωστης ταυτότητας, που πολλοί πιστεύουν ότι προέρχονται από εξωγήινους πολιτισμούς
✦ (μτφ. για πρόσ.) άσχετος, ανίκανος να αντιληφθεί την πραγματικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.