ούτως
Προφορά
Ετυμολογία
ούτως αρχαία ελληνική οὕτως
Ερμηνεία
ούτως
✦ κ. (πριν από σύμφωνο) ούτω επίρρ. κατ’ αυτόν τον τρόπο, έτσι: ούτως έχουν τα πράγματα – ούτω συνέβησαν τα πράγματα
✦ φρ. ούτως ή άλλως, οπωσδήποτε, έτσι κι αλλιώς – τούτων ούτως εχόντων, υπό τις συνθήκες αυτές, μ’ αυτά τα δεδομένα
Συνώνυμα
τοιουτοτρόπως
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–