ουτοπιστικός


ουτοπιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ουτοπιστικός ουτοπιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ουτοπιστικός -ή, -ό

✦ ουτοπικός (βλ. λ.) : δεν είναι πια ουτοπιστικό όραμα. Είναι… ένας σκοπός που βρίσκεται μέσα στα όρια του κατορθωτού (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.