ουτοπία
Προφορά
Ετυμολογία
ουτοπία μεσαιωνική ελληνική └λατιν┘ utopia
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ουτοπία
✦ ιδεώδης κοινωνία ή κοινότητα προσώπων που δεν υπάρχει σε κανένα τόπο και λεπτομερειακή περιγραφή της· συνθήκη, κατάσταση της ιδεατής, ιδ. κοινωνικής, τελειότητας
✦ σύστημα, θεωρία, σχέδιο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, να εφαρμοστεί
Συνώνυμα
χίμαιρα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–