ουσιώδης
Προφορά
Ετυμολογία
ουσιώδης μεταγενέστερη ελληνική οὐσιώδης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ουσιώδης -ης, -ες
✦ που αποτελεί την ουσία, ο σχετικός με την ουσία, σημαντικός, κεφαλαιώδης: ουσιώδης διαφορά – ουσιώδης όρος
Συνώνυμα
βασικός, θεμελιώδης
Αντίθετα
δευτερεύων, επουσιώδης
Επιρρήματα
ουσιωδώς