ουσία
Προφορά
Ετυμολογία
ουσία αρχαία ελληνική οὐσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ουσία
✦ σταθερή και αναλλοίωτη φύση των πραγμάτων, σε αντίθεση προς τις μεταβαλλόμενες μορφές τους και ιδιότητες· η αληθινή φύση των πραγμάτων σε αντίθεση προς τη φαινομενικότητα
✦ ύλη, φυσικό σώμα: οργανικές – ανόργανες ουσίες· θρεπτικές ουσίες
✦ η πραγματική υπόσταση ενός πράγματος, η σύστασή του
✦ το κυριότερο στοιχείο, η βαθύτερη έννοια, η κεφαλαιώδης σημασία: η ουσία του ζητήματος είναι…
✦ σπουδαιότητα, σοβαρότητα, βάθος: δηλώσεις χωρίς ουσία
✦ φρ. στην ουσία, στην πραγματικότητα
✦ ιδιάζουσα γεύση, νοστιμάδα: φαγητό χωρίς ουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–