ους
Προφορά
Ετυμολογία
ους αρχαία ελληνική ο=õς
Ερμηνεία
ους
✦ το όργανο της ακοής, το αφτί
✦ φρ. τείνω ευήκοον ους, προθυμοποιούμαι να ακούσω, ακούω με ευνοϊκή διάθεση – ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, αυτός που έχει διάθεση ν’ αντιληφθεί κάτι, ας το αντιληφθεί – (ομιλώ εις) ώτα μη ακουόντων, για κάποιον ή κάποιους που δεν έχουν τη διάθεση ή την ικανότητα να αντιληφθούν κάτι: απελπισμένες κραυγές σε ώτα μη ακουόντων (Αντί)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–