ουράνιος
Προφορά
Ετυμολογία
ουράνιος αρχαία ελληνική οὐράνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ουράνιος -ια, -ιο
✦ που ανήκει ή αναφέρεται, που υπάρχει ή συμβαίνει στον ουρανό ή ο προερχόμενος από τον ουρανό
✦ (μτφ. ) θείος, εξαίσιος, ιδανικός
✦ πληθ. ουδ. ουράνια ως ουσ., ο ουρανός
✦ ουράνιο τόξο, μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται στον ουρανό φωτεινό τόξο αποτελούμενο από τα χρώματα του φάσματος, ως αποτέλεσμα διάθλασης των ηλιακών ακτίνων σε σταγονίδια βροχής ή ομίχλης
Συνώνυμα
αιθέριος
Αντίθετα
γήινος
Επιρρήματα
–