ου


ου
Προφορά

Ετυμολογία
ου αρχαία ελληνική οὐ

Ερμηνεία
ου

✦ μόρ. αρνητ. (κ. ουκ πριν από φωνήεν με ψιλή κ. ουχ πριν από φωνήεν με δασεία) όχι, δεν· εύχρ. σε φρ. της λόγιας, όπως: εκ των ων ουκ άνευ, για απαραίτητα πράγματα, ενέργειες κτλ. – ων ουκ έστιν αριθμός, για πολυάριθμα πράγματα – ουκ ην άλλως γενέσθαι, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, δεν υπήρχε άλλη λύση – ου μόνον… αλλά και…, όχι μόνο… αλλά και, ου μην αλλά, όμως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.