οτοστόπ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply οτοστόπΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/οτοστόπ.mp3Ετυμολογίαοτοστόπ └γαλλ┘ auto-stop Ερμηνείαουσιαστικό└άκλιτο┘ το οτοστόπ ✦ η ενέργεια πεζοπόρου κατά την οποία σταματά διερχόμενο όχημα για να ζητήσει από τον οδηγό τη δωρεάν μεταφορά του Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–