οσκρός
Προφορά
Ετυμολογία
οσκρός └σλαβ┘ ostra
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οσκρός
✦ το κεντρί της μέλισσας, του σκορπιού, διάφορων εντόμων
✦ (συνεκδ.) το δηλητήριο της οχιάς: τριγύρω στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει τη Γη κι ο οσκρός του αρχίνησε να τρέχει στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–