ορχηστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ορχηστικός αρχαία ελληνική ὀρχηστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ορχηστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την όρχηση, χορευτικός: βήματα από χορούς σκοτσέζικους μπλέχτηκαν αυθόρμητα με τον ελληνικό χασάπικο και δημιουργήθηκε μια ορχηστική σύνθεση απίθανη (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–