ορχήστρα
Προφορά
Ετυμολογία
ορχήστρα αρχαία ελληνική ὀρχήστρα (= πλατεία για χορό)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ορχήστρα
✦ ο κυκλικός χώρος μπροστά από τη σκηνή του θεάτρου, ο προορισμένος για την κίνηση του χορού
✦ (στο σημερινό θέατρο) ο χώρος για τους μουσικούς
✦ (συνεκδ.) το σύνολο των οργάνων που μετέχουν στην εκτέλεση μουσικού έργου, καθώς και το σύνολο των εκτελεστών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–