ορφανεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ορφανεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ορφανεύω.mp3Ετυμολογίαορφανεύω αρχαία ελληνική ὀρφανεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ ορφανεύω ✦ μένω ορφανός: από μικρός ορφάνεψα, με βάγια μ’ αναθρέψαν (δημ. τραγ.) ✦ (μτφ. ) μένω χωρίς προστάτη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–