ορφάνια


ορφάνια
Προφορά

Ετυμολογία
ορφάνια αρχαία ελληνική ὀρφανία ή ὀρφανεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορφάνια

✦ η κατάσταση του ορφανού, στέρηση των γονιών ή του προστάτη: κι έχω παιδί παραμικρό κι ορφάνια δεν του πρέπει (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.