ορθόπτερος


ορθόπτερος
Προφορά

Ετυμολογία
ορθόπτερος αρχαία ελληνική ὀρθόπτερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ορθόπτερος -η, -ο

✦ εύχρ. στον πληθ. ουδ. ορθόπτερα ως ουσ., τάξη εντόμων στην οποία υπάγονται οι ακρίδες, οι γρύλοι κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.