ορθοστασία
Προφορά
Ετυμολογία
ορθοστασία αρχαία ελληνική └ουσ┘ ὀρθοστάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ορθοστασία
✦ η όρθια στάση ιδ. σε αναμονή ή σε εργασιακή απασχόληση: κουράζεται η καημενούλα, τόσες ώρες ορθοστασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–