ορθοσκόπηση


ορθοσκόπηση
Προφορά

Ετυμολογία
ορθοσκόπηση μεταγενέστερη ελληνική ὀρθοσκοπῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορθοσκόπηση

(ιατρ.) εξέταση του ματιού με ορθοσκοπικό φακό
✦ εξέταση του απευθυσμένου με ορθοσκόπιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.