ορθοπεδικός
Προφορά
Ετυμολογία
ορθοπεδικός ορθός + πέδον (= έδαφος)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ορθοπεδικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην ορθοπεδική και το θεραπευτικό της έργο
✦ αρσ. και θηλ. ορθοπεδικός ως ουσ., γιατρός ειδικευμένος στην ορθοπεδική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ορθοπεδικά (Κ ορθοπεδικώς)