ορθολογιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ορθολογιστικός ορθολογιστής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ορθολογιστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός ή σύμφωνος με τον ορθολογισμό: ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας (η σωστά υπολογισμένη ώστε να αποφέρει το καλύτερο αποτέλεσμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ορθολογιστικά (Κ ορθολογιστικώς)