ορθοκολίτιδα


ορθοκολίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
ορθοκολίτιδα ορθόν + κολίτις, -ιδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορθοκολίτιδα

(ιατρ.) φλεγμονή του ορθού και του κόλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.