οπώρα
Προφορά
Ετυμολογία
οπώρα αρχαία ελληνική ὀπώρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οπώρα
✦ καρπός οπωροφόρου δέντρου, φρούτο: και να γευθείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα, βαριά απ’ το μέλι των χυμών (Ζ. Παπαντωνίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–