οπωροκηπευτικά


οπωροκηπευτικά
Προφορά

Ετυμολογία
οπωροκηπευτικά οπώρα + κηπευτικός

Ερμηνεία
οπωροκηπευτικά

✦ ουσ. γεν. όρος για την παραγωγή των οπωροφόρων δένδρων, των κηπευτικών, των ανθοκομικών και των αρωματικών φυτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.