οπτικός


οπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
οπτικός αρχαία ελληνική ὀπτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οπτικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση
✦ ο σχετικός με το μάτι ως όργανο της οράσεως
✦ (ως ουσ. ο, η οπτικός) κατασκευαστής ή πωλητής οργάνων σχετικών με την ενίσχυση ή αποκατάσταση της οράσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
οπτικά (Κ οπτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.