οπτασιακός


οπτασιακός
Προφορά

Ετυμολογία
οπτασιακός οπτασία

Ερμηνεία
επίθετο┘ οπτασιακός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οπτασία ή που έχει τα χαρακτηριστικά οπτασίας: δεν είναι δηλαδή, μήτε οπτασιακή αναπόληση, μήτε μνεία μιας ακαθόριστης μυθολογίας (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.