οπλισμός


οπλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
οπλισμός αρχαία ελληνική ὁπλισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οπλισμός

✦ εφοδιασμός με όπλα
✦ το σύνολο των όπλων
✦ το σύνολο των εξαρτημάτων μηχανής
(μτφ. ) σύνολο εφοδίων

Συνώνυμα
αρματωσιά, πανοπλία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.