οπλίζω


οπλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
οπλίζω αρχαία ελληνική ὁπλίζω

Ερμηνεία
ρήμα οπλίζω

✦ εφοδιάζω με όπλο
(μτφ. ) ενισχύω: οπλίστηκε με αρκετή υπομονή – οπλισμένος με θάρρος
✦ (στρατ.) εκτελώ όλους τους απαραίτητους χειρισμούς ώστε ένα όπλο να είναι έτοιμο, με το πάτημα της σκανδάλης, να εκπυρσοκροτήσει
✦ (φωτογρ.) γυρίζω με το μοχλό της φωτογραφικής μηχανής το φιλμ στο επόμενο κάδρο, ώστε να είναι έτοιμη για την αποτύπωση της νέας φωτογραφίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.