οξειδώνω
Προφορά
Ετυμολογία
οξειδώνω οξειδόω-ώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οξειδώνω
✦ (οξείδ-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) ενώνω χημικώς στοιχείο με οξυγόνο ή επαυξάνω την ποσότητα οξυγόνου που ενυπάρχει σε χημική ένωση
✦ αφαιρώ υδρογόνο από κάποιο σώμα με την επίδραση οξυγόνου
✦ (για μέταλλα) εκθέτω στην επίδραση του αέρα για να σχηματισθεί στην επιφάνειά του σκουριά
✦ (μέσ.) οξειδώνομαι, (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–