ονύχωση


ονύχωση
Προφορά

Ετυμολογία
ονύχωση όνυξ, -υχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ονύχωση

✦ γεν. ονομ. για τις παθήσεις ή δυσπλασίες των νυχιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.