ονυχοφάγος


ονυχοφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
ονυχοφάγος όνυξ + θ. αορ. έφαγον του τρώγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ονυχοφάγος

✦ αυτός που έχει τη συνήθεια να δαγκώνει τις άκρες των νυχιών του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.