ονυχοκόμος
Προφορά
Ετυμολογία
ονυχοκόμος απόδ. στην └ελλ┘ του └γαλλ┘ όρου manicuriste• από τις λ. όνυξ, -υχος + -κόμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ονυχοκόμος
✦ αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση των νυχιών, μανικιουρίστας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–