ολόημερος


ολόημερος
Προφορά

Ετυμολογία
ολόημερος μεταγενέστερη ελληνική ὁλοήμερος

Ερμηνεία
ολόημερος

✦ κ. ολόημερος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που διαρκεί όλη τη μέρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ολοήμερα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.