ολοκληρωτισμός


ολοκληρωτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ολοκληρωτισμός ολοκληρωτικός + κατάλ. -ισμός• απόδοση στην └ελλ┘ του └γαλλ┘ όρου totalitarisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ολοκληρωτισμός

✦ μονοκομματικό δικτατορικό σύστημα διακυβερνήσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.