ολοκληρωτικός


ολοκληρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ολοκληρωτικός ὁλοκληρόω-ῶ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ολοκληρωτικός -ή, -ό

✦ που συντελεί στην ολοκλήρωση
✦ συνολικός, πλήρης, τελειωτικός
✦ ο χαρακτηριστικός του ολοκληρωτισμού: ολοκληρωτικό καθεστώς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ολοκληρωτικά (Κ ολοκληρωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.