ολοκαύτωμα
Προφορά
Ετυμολογία
ολοκαύτωμα μεταγενέστερη ελληνική ὁλοκαύτωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ολοκαύτωμα
✦ καθετί που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τη φωτιά
✦ (μτφ. ) ολοκληρωτική θυσία, ιδ. για κάποιο ιδανικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–