ολοένα


ολοένα
Προφορά

Ετυμολογία
ολοένα └φρ┘όλο ένα

Ερμηνεία
επίρρημα ολοένα

✦ (Κ ολοέν κ. ολονέν) διαρκώς, αδιάκοπα: τρέχουν ολοένα τα ελάφια (Ν. Καρούζος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.